καθολικώς

καθολικώς
(AM καθολικῶς)
επίρρ. βλ. καθολικός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καθολικῶς — καθολικός general adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθολικός — ή, ό (AM καθολικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σύνολο, γενικός (α. «καθολική ψηφοφορία» β. «καθολική και κοινή ιστορία», Πολ.) 2. φρ. (για τις επιστολές τών αποστόλων) «καθολικές επιστολές» οι επιστολές που δεν απευθύνονται προς… …   Dictionary of Greek

  • παννόητος — ον, Α (για τον Θεό) αυτός που νοείται από όλους, ο καθολικώς εννοούμενος, αυτός που ανήκει απολύτως στον νοητό κόσμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + νοητός (< νοῶ), πρβλ. ευ νόητος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”